φωτομετέωρο

φωτομετέωρο
το
(φυσ.), κάθε οπτικό φαινόμενο που παρατηρείται στην ατμόσφαιρα και που οφείλεται στην παρουσία σ΄ αυτή σταγονιδίων νερού ή παγοκρυστάλλων (π.χ. ουράνιο τόξο, στέμματα, αλώνι).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φωτομετέωρο — το, Ν (μετεωρ.) οπτικό φαινόμενο τής ατμόσφαιρας, το οποίο οφείλεται σε τροποποιήσεις τού ηλιακού ή τού σεληνιακού φωτός λόγω ανάκλασης, διάθλασης, συμβολής ή περίθλασης, όπως είναι λ.χ. το ουράνιο τόξο, ο αντικατοπτρισμός κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”